
Προσβάλλει αδιακρίτως τον ανδρικό και γυναικείο πληθυσμό του πλανήτη, ανεξάρτητα από το φωτότυπο του δέρματος ή τη φυλή και μπορεί να πρωτοεμφανισθεί σε άτομα κάθε ηλικίας. Η λεύκη έχει αποδειχθεί ότι είναι συνηθισμένη σε άτομα με άλλες αυτοάνοσες νόσους όπως θυρεοειδική δυσλειτουργία, σακχαρώδης διαβήτης, γυροειδής αλωπεκία, μεγαλοβλαστική αναιμία κ.τ.λ.
Τις αυτοάνοσες παθήσεις, στις οποίες υπάγεται και η λεύκη, η οποία δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως αν είναι νόσος ή σύνδρομο θα ήταν καλύτερα να τις χαρακτηρίζαμε ετεροάνοσες εφόσον ο οργανισμός, δηλ. το ανοσοποιητικό σύστημα, αντιδρά κατά των ίδιων των οργάνων του και των ιστών του, επειδή δεν αναγνωρίζει κάποια αντισώματα σαν δικά του, τα οποία παράγονται εντούτοις από αυτά. Έτσι προκαλείται λόγω της έλλειψης των λειτουργικών μελανοκυττάρων, αποχρωματισμός του δέρματος, σαν συνέπεια της διακοπής μεταφοράς της μελανίνης προς τα κερατινοκύτταρα που το περιβάλλουν.
Η συχνότητα εμφάνισης της κυμαίνεται από 0,1% - 2% στους περισσότερους πληθυσμούς της γης με εξαίρεση περιοχές με γενετικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις (υγρασία, θερμοκρασία, ηλιοφάνεια) όπου το ποσοστό φθάνει το 8,8% όπως σε Ινδία - Ν. Αμερική. Στο 20 - 38% των ασθενών διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν συγγενείς α' και β' βαθμού να έχουν λεύκη. Τα δε γενετικά δεδομένα μιλούν για κληρονομικότητα πολυπαραγοντική - γονιδιακή που δεν υπακούει στους νόμους του Μendel και που οφείλεται σε μια ανωμαλία που αλλοιώνει τη σύνθεση και διανομή της μελανίνης ή αλλάζει τη βιολογία του μελανοσώματος (μεταφορά - βιογένεση - μελανοποίηση)
Τα ακριβή αίτια της λεύκης ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα.